Αινεία

Αινεία
Αρχαία πόλη της δυτικής Χαλκιδικής (Κρουσαίας ή Κρουσίδας), που είχε χτιστεί από τον Αινεία και τα πληρώματα του στόλου του, όταν αποβιβάστηκαν εκεί μετά την άλωση της Τροίας. Είχε κατασκευαστεί στο μέρος αυτό και τρωικός ναός, όπου λατρευόταν, προς τιμήν της μητέρας του Αινεία, η Θερμαία Αφροδίτη (από τη γειτονική πόλη Θέρμη). Η πόλη αποικίστηκε από Κορίνθιους, έγινε ναυτική σύμμαχος των Αθηναίων και εκκενώθηκε από τους κατοίκους της κατά διαταγή του Κασσάνδρου (315 π.Χ.) για να αυξηθεί ο πληθυσμός της Θέρμης, που τη μετονόμασε σε Θεσσαλονίκη, από το όνομα της αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αργότερα κατοικήθηκε και πάλι από απογόνους των εκπατρισμένων κατοίκων της, που συνέχισαν τα παλιά τους ήθη, τις γιορτές και θυσίες προς τον Αινεία. Παρά την αντίσταση του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, οι Ρωμαίοι την κατέλαβαν (168) και τη λεηλάτησαν. Πολλά νομίσματα της Α. έχουν διασωθεί και δείχνουν την οικονομική και εμπορική ευρωστία της πόλης τον 5ο και τον 4ο αι. καθώς και τις σχέσεις της με τους Αιγινήτες και τους Χαλκιδείς, που είχαν αποικίσει πολλά σημεία της περιοχής. Το όνομα Α. ή Αινία είχαν άλλες τρεις πόλεις, δύο της Ακαρνανίας, κοντά στις εκβολές του Αχελώου, και μια πόλη της θεσσαλικής Περραιβίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αἰνεία — Αἰνείᾱ , Αἰνείας masc nom/voc/acc dual Αἰνείᾱ , Αἰνείας masc voc sg (attic) Αἰνείᾱ , Αἰνείας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀινεία — Ἀινείᾱ , Ἀινείας masc nom/voc/acc dual Ἀινείᾱ , Ἀινείας masc voc sg (attic) Ἀινείᾱ , Ἀινείας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰνείᾳ — Αἰνείᾱͅ , Αἰνείας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀινείᾳ — Ἀινείᾱͅ , Ἀινείας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴνεια — Αἰνείας masc voc sg Αἰνείας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄινεια — Ἀινείας masc voc sg Ἀινείας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰνείας — Αἰνείᾱς , Αἰνείας masc acc pl Αἰνείᾱς , Αἰνείας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀινείας — Ἀινείᾱς , Ἀινείας masc acc pl Ἀινείᾱς , Ἀινείας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰνείαι — Αἰνείᾱͅ , Αἰνείας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰνείαν — Αἰνείᾱν , Αἰνείας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”